- κατενεχυρασία
- κατενεχυρασία, ἡ (Α)επιγρ. η παράδοση ενός πράγματος ως ενεχύρου, η ενεχυρίαση.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατενεχυράζω, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου *κατενεχύρασις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατενεχυρασμός — κατενεχυρασμός, ὁ (Α) [κατενεχυράζω] κατενεχυρασία* … Dictionary of Greek